- ανανοώ
- (-έω) (Α ἀνανοῶ) (Ν και ανανογώ, συνήθως τα μέσ. ανανοούμαι και ανανογιέμαι και ανανογ(ι)ούμαι)ανακαλώ στη μνήμη μου, συλλογίζομαι, σκέπτομαινεοελλ.1. αντιλαμβάνομαι, εννοώ2. ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι3. φθάνω σε ηλικία, κατά την οποία αρχίζει να λειτουργεί η αντίληψη και η νόηση4. σηκώνομαι από τον ύπνο, ξυπνώ.
Dictionary of Greek. 2013.